Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

ΑΔΕΙΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙΑ


Με άδεια μπουκάλια στο χρώμα της θλίψης σου,
μετράω απόψε τη ζωή μου.
Ένα ακόμη αλκοόλ σ’ εκλιπαρώ
ν’ απαλύνω του φόβου μου τη φρίκη,
μες στων ματιών σου τους φθαρμένους κύκλους.
Δε σε θυμάμαι απ’ το χθες μου.
Πού ήσουν τόσα χρόνια, απορώ.
Χαράσσω ξανά απόψε τη μοίρα μου
με νύχια φαγωμένα από έναν άλλο εαυτό,
με άδεια χέρια το γυρισμό γυρεύω.
Θα φύγω το βράδυ μακριά σου,
θα σ’ αγαπήσω για άλλη μια φορά,
στ’ αυτιά μου θ’ αντηχεί η φωνή σου,
θα σ’ αγαπήσω για πρώτη φορά.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΑΚΙ ΑΚΟΜΑ


Νύχτα. Κοντεύει 03:00. Πίνω καφέδες για να μην κοιμάμαι. Ζωγραφίζω στους τοίχους μαργαρίτες. Τις μαδάω. Τις αποτεφρώνω. Κλείνω τα μάτια. 
«Ένα τεταρτάκι ακόμα και θα ξυπνήσω» ψιθυρίζω. «Ένα τεταρτάκι για να γυρίσω πίσω στη μήτρα μου». Σ’ αγαπάω. 
05:00. Το τεταρτάκι πέρασε. Σ’ αγαπάω ακόμα. Το μελάνι στεγνώνει. «Να το πιεις σπίτι σου» μου λες. Το ποτό σου έχει τελειώσει. Κοιτάζω το άδειο μπουκάλι. Εκεί μέσα θα σε βάλω να σ’ έχω πάντα μαζί μου. Σ’ αγαπάω. 
Ξημερώνει σε λίγο. Το κερί έχει λιώσει. Οι σκέψεις μου σε υποδέχονται κι αυτό το βράδυ. Σε απαρνιέμαι, σε ξερνάω στα κάγκελα πάνω. Πέμπτος όροφος. Βουτάω.

 

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

730 ΧΑΠΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ


Έχω κατάθλιψη. Πάντα δηλαδή είχα. Απλώς τώρα έχει χειροτερέψει. Ούτε τα φάρμακα δε με πιάνουν πια. Μου προκαλούν απίστευτη υπνηλία. Κοιμάμαι συνέχεια. Βλέπω εφιάλτες. Ό,τι ζω ξύπνιος, το ζω και κοιμισμένος. Στην υπερβολή του. Το μυαλό μου έχει γίνει ένα τερατώδες μπολ όπου ανακατεύονται όλα τα αληθινά και τα φανταστικά γεγονότα και γίνονται μια αποκρουστική σαλάτα. Θέλω να κάνω εμετό. Ίσως είναι απ’ τα φάρμακα. Ίσως είναι απ’ τη σαλάτα που έχω στο κεφάλι μου. Όλα τα χάπια τα ‘χω σε μια μαύρη τσάντα, και αναλόγως την κατάσταση μου παίρνω το κατάλληλο και κοιμάμαι. Βασικά αυτό μου κάνουν τα φάρμακα. Με αποκοιμίζουν για να μη σκέφτομαι. Μόνο να ονειρεύομαι. Όχι για το μέλλον, για το παρελθόν. Έχω πάψει άλλωστε να κάνω όνειρα για το μέλλον. Τα φάρμακα είναι μικρές ηλεκτρικές σκούπες που σου ρουφάνε τις ελπίδες σου, τα σχέδια σου. Σε υπνωτίζουν. Σε κάνουν φυτό. Όχι, δε σκέφτεσαι, δε θυμάσαι, δε φοβάσαι, δε λυπάσαι, δε ζεις. Τα χάπια είναι το μέλλον μου. Αν για τον επόμενο χρόνο παίρνω από 2 χάπια την ημέρα, μας κάνει 730 χάπια το χρόνο, και 1460, αν εξακολουθήσω να παίρνω και για δεύτερο χρόνο. Χίλιες τετρακόσιες εξήντα σκούπες που λιώνουν στο σώμα μου μέσα, στο αίμα μου, και με αποσυνθέτουν. Υπάρχουν βέβαια μέρες που παίρνω τρία ή και ένα μόνο. Αναλόγως. Όλα είναι σχετικά. Το σπίτι μου παραμένει ο τάφος μου, που έσκαψα με τα χέρια μου. Το «έντυσα» με τη φρίκη μου και βυθίστηκα μέσα του. Ένας ωκεανός η ζωή μου, με χιλιάδες καρχαρίες τριγύρω μου, έτοιμους να με κατασπαράξουν την κατάλληλη στιγμή. Είμαι ανήμπορος να ζήσω την πραγματικότητα. Έχω ξεχάσει τι θα πει πραγματικότητα. Έχω χάσει πολλές έννοιες απ’ το λεξιλόγιό μου. Τις διέγραψα γιατί πια δεν τις χρησιμοποιώ. Το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου μου τώρα πια είναι το Κ, Κατάθλιψη. Γιατί δεν είναι μία απλή θλίψη, είναι μία σύνθετη θλίψη. Κατά και θλίψη. Το «κατά» δείχνει την κατεύθυνση της διάθεσής μου, το βάθος της θλίψης μου. Κάτω. Κάτω από τι. Πόσο κάτω. Για πόσο. Και τα δύο συνθετικά έχουν μόνο αρνητική έννοια. Μπορείς, βέβαια, να δεις τη θλίψη απ’ τη θετική της σκοπιά και να τη μετατρέψεις σε κάτι καλό. Καλό για μένα; Κι εγώ πού είμαι; Υπάρχω; Αναπνέω. Τουλάχιστον ακόμα αναπνέω. Το βλέπω στο τζάμι που θαμπώνει καθώς πλησιάζω το στόμα μου. Χαράσσω γράμματα στο τζάμι για να τα δουν οι γείτονες. «Είστε μαλάκες» γράφω, αλλά αμέσως σβήνουν, και μάλλον δε θα προλάβουν οι μαλάκες να διαβάσουν την αλήθεια τους. Τι κρίμα! Εγώ όμως ξέρω. Τουλάχιστον αυτό. Είμαι καταθλιπτικός. Βουλιάζω διαρκώς στο σώμα μου. Δεν έχω πια μύες, δεν έχω νεύρα, δεν έχω σάρκα. Τα χέρια μου έχουν γίνει τόσο λεπτά που μοιάζουν με κλωστούλες μαριονέτας. Τα μάτια μου ξεθώριασαν απότομα. Μέσα σε μια νύχτα. Η νύχτα είναι πάντα ύπουλη. Σε ρουφάει και δεν το παίρνεις χαμπάρι. Ξυπνάς, λοιπόν, το επόμενο πρωί, μπαίνεις στην τουαλέτα και το πρώτο πράγμα που βλέπεις στον ήδη θαμπό καθρέφτη είναι τα θαμπά σου μάτια. Δεν τα αναγνωρίζεις. Τι χρώμα είχαν χθες; Ούτε που θυμάσαι. Ούτε που σε νοιάζει άλλωστε. Τώρα πια θα είναι απλώς θαμπά, άχρωμα. «Χρώμα ματιών;» θα σε ρωτήσουν, «θαμπά» θα πεις. Θα σε κοιτάξουν περίεργα. Θα ανταποδώσεις. «Θαμπά» θα επαναλάβεις. «Θαμπά» θα ουρλιάξεις. Δεν έχεις μάτια. Δεν είσαι εσύ. Δεν υπάρχεις χωρίς τα παλιά σου μάτια. Τα κλείνεις. Σκεπάζεις τους καθρέφτες. Τι θα κάνεις λοιπόν;

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

ΚΙ ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΕΦΥΓΕΣ ΜΑΚΡΙΑ…


Γυρίζεις πίσω, στο χρόνο και στον τόπο, περιδιαβαίνεις σε γνώριμους δρόμους, συναπαντάς οικείους ανθρώπους. Αρχίζεις να θυμάσαι. Τίποτα δεν επανέρχεται άκοπα στη μνήμη. Παλεύεις με τα φαντάσματα του παρελθόντος σου∙ τα διώχνεις, και αυτά επιστρέφουν. Τα συναντάς ατόφια. Μορφές αλλοτινών ανθρώπων ξεπετάγονται απ’ τις γωνιές, λησμονημένες φωνές ακούγονται τις νύχτες, και σε ξυπνάνε. Τίποτα δεν είναι όπως το άφησες. Άλλαξε ο τόπος, άλλαξαν και τα μάτια που τον κοιτούσες κάποτε.
Ό,τι είχες λησμονήσει έμεινε ακέραιο σαν να μην άφησες ποτέ να το αγγίξει ο χρόνος. Προστάτεψες το παρελθόν σου με τη λήθη, κι αποξεχάστηκες σε ξένους τόπους. Για λίγο νόμισες ότι λυτρώθηκες απ’ τα στοιχειά που σε τριγύριζαν, όμως γελάστηκες. Ήταν ο χρόνος που ξεμάκρυνε από σένα, ή μήπως εσύ τον άφησες να φύγει; Τα σπίτια, οι δρόμοι, οι άνθρωποι…το άρωμα μιας περασμένης ηλικίας, και η ζωή που γυμνώθηκε μπροστά στα βάρβαρα μάτια της απώλειας. Εξακολουθείς να επιστρέφεις με μανία, να ψάχνεις σε συρτάρια ό,τι απέμεινε, να εγκαταλείπεις ξανά. Οι διαστάσεις του χρόνου μπερδεύονται, μπερδεύεσαι και συ μαζί τους∙ ποιος ήσουν, ποιος είσαι, και τελικά ποιος θα γίνεις;
Το παρελθόν στέκεται δίπλα σου – όχι πίσω από σένα. Και τα φαντάσματά του σ’ ακολουθούν αιώνες τώρα. Μιλάς μαζί τους τις νύχτες της ξαγρύπνιας σου, στο αίμα σου ρέει η ζωή τους. Οι άνθρωποι επιστρέφουν πάντα εκεί που υπήρξανε. Δεν είσαι πια ο ίδιος με το παιδί που κάποτε φοβόταν το σκοτάδι. Κι αύριο πάλι άλλος θα ‘σαι. Σήμερα άλλο φόβο έχεις: τη λήθη. Τίποτα δεν άλλαξε μετά από τόσα χρόνια. Ίδια σκοτάδια σε τυλίγουνε ακόμα, σου επιβάλλουν το κενό και σε βουλιάζουν. Μία σκηνή απ’ το πουθενά –ή απ’ το άλλοτε- ξυπνά τις λέξεις που από καιρό είχες λησμονήσει. Και ξαφνικά, αρχίζεις να θυμάσαι…
… «μη σπαταλάς το χρόνο που σου δόθηκε, τα βήματά σου πρόσεξε μη χάσεις…» Απ’ την αρχή ξανά μαθαίνεις να μετράς, άλλοτε χάνεσαι στο δρόμο, κι άλλοτε πέφτεις. Ποιος ήταν ο προορισμός σου; Και σε τι ήσουνα ταγμένος τελικά; Οι απαντήσεις είναι πάντα μέσα σου, τις κουβαλάς μαζί σου, και μες στο σπίτι που μεγάλωσες βρίσκονται τα κλειδιά σου. Γυρίζεις πίσω, στο χρόνο και στον τόπο σου, όπου έχεις αφήσει τη φωνή σου. Κι αν κάποτε έφυγες μακριά, κι αν πάντοτε θα φεύγεις, θα είναι το «επέστρεφε» η μόνη διαδρομή σου.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ


 Σήμερα ξύπνησα και δε φορούσα το πρόσωπό μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, και με τρόμο διαπίστωσα την απουσία του. Τι άλλαξε μέσα σε μια νύχτα; Τι όνειρα έβλεπα; Η πραγματικότητα είχε χάσει τις διαστάσεις της, τίποτα δε θύμιζε τη χθεσινή μέρα, όπου όλα ήταν ακόμα φυσιολογικά.
Προσπαθώ να δώσω τον ορισμό του φυσιολογικού, και ταυτόχρονα προσπαθώ να συνηθίσω την καινούργια μου υπόσταση. Ίσως, αν απομακρυνθώ από τον καθρέφτη, μπορέσω να αντικρίσω τον αληθινό μου εαυτό, που πέρα από την αλλιώτικη όψη του παραμένει ακόμα ίδιος με τον χθεσινό. Ή έτσι νομίζω.
Αλλάζω ρούχα, κατεβαίνω τα σκαλιά, βγαίνω στο δρόμο. Θέλω να δω τα ίδια σπίτια, τα ίδια δέντρα, τους ίδιους ανθρώπους. Θέλω τα πάντα να είναι στη θέση τους, όπως τα είχα αφήσει. Η σταθερότητα είναι η ασφάλειά μου, κι αυτήν έχω ανάγκη ετούτη την ώρα, που όλα είναι πιθανόν να συμβούν. Οι περαστικοί με κοιτάζουν περίεργα, οι φίλοι δε με αναγνωρίζουν. «Εγώ είμαι!» φωνάζω, μα κανένας δε μου δίνει σημασία. Με προσπερνούν όλοι προκλητικά. Μήπως δε με βλέπουν καν; αναρωτιέμαι κι επιταχύνω το βήμα μου. Εγώ είμαι; Και ποιος είμαι στ’ αλήθεια; Αυτός που ήμουν και χθες; Αυτός που νιώθω σήμερα; Και όλοι αυτοί, τι βλέπουν ακριβώς στο πρόσωπο μου, που εγώ αδυνατώ να διακρίνω; «Δεν είμαι εγώ!» αναφωνώ τελικά, μπροστά στον καθρέφτη, και τον σπάω με τη γροθιά μου.
Αδυνατώντας να βρω τελικά έναν ορισμό για το φυσιολογικό, έναν φυσιολογικό ορισμό για τον εαυτό, ετοιμάζω τη βαλίτσα μου για να φύγω. Η προσπάθειά μου να παραμείνω ακέραιος μέχρι τελευταίας στιγμής απέτυχε. Όταν τα πάντα δείχνουν εύθραυστα, τίποτα δεν μπορεί να σε κρατήσει στο ίδιο σημείο, τίποτα δεν μπορεί να σε συγκρατήσει. Η αλλαγή είναι επιβεβλημένη αν θέλεις να επιβιώσεις από την πλημμύρα του χρόνου. Παίρνω όλες τις μάσκες που κατά καιρούς «φόρεσα», που με απάλλαξαν από τη δύσκολη θέση, όταν ο ίδιος μου ο εαυτός δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Το ευμετάβλητο της ύπαρξης ή αυτής της πραγματικότητας ήταν που με έφερε ως εδώ; Τα ερωτήματα που γεννιούνται στο κεφάλι μου παύουν πια να με καταδιώκουν. Από μία ηλικία και μετά οι ερωτήσεις μετατρέπονται σε καταφάσεις, και τελικά σε αρνητικές προτάσεις που γίνονται πια κανόνες επιβίωσης. Δεν είμαι κανένας απ’ όλους αυτούς τους εαυτούς που ντύθηκα, είμαι ο ίδιος ο χρόνος που μεταβάλλεται μέσα μου, που αλλάζει μορφές, που με εξαπατάει.
Βγαίνω και πάλι στο δρόμο. Άλλες εικόνες, άλλα σπίτια, άλλοι άνθρωποι. Τίποτα δε μου κάνει εντύπωση και όλα με αφήνουν άφωνο. Το βάρος που κουβαλάω επιβραδύνει το βήμα μου, η πορεία μου προδιαγράφεται απ’ όλα αυτά που κουβαλάω, αγανακτώ, και τα εγκαταλείπω εκεί, στη μέση του δρόμου. Προχωράω με άδεια χέρια πια, πιο ελεύθερος από ποτέ. Ό,τι πραγματικά χρειάζομαι το φέρω ήδη εντός μου, και με μεταμορφώνει. Και για πρώτη φορά συνειδητοποιώ ότι ο καθρέφτης όπου μέχρι σήμερα κοίταζα το πρόσωπό μου δεν ήταν παρά το παραμορφωτικό πρίσμα της αλήθειας μου.


Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

«Η ΤΟΥΡΤΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΕΡΑΣΑΚΙ!»


 Με τη μαμά φτιάχναμε συχνά τούρτες. Σοκολατίνες. Τις «ντύναμε» στα μαύρα, με μπόλικο κακάο και ζάχαρη, καμιά φορά προσθέταμε και αμύγδαλα, και στο τέλος δεν παραλείπαμε ποτέ το κερασάκι. Δεν το τοποθετούσαμε όμως στην επιφάνεια της τούρτας, όπως συνηθίζεται, αλλά στο εσωτερικό της. Ξέροντας ότι εμείς τα παιδιά μαλώναμε πάντα γι’ αυτό το κερασάκι, είχε βρει το κόλπο και το έκρυβε. «Σε όποιον τύχει» μας έλεγε, και μπαίναμε σε μία διαδικασία αναζήτησης. Αναγκαζόμασταν να φάμε όλη την τούρτα, προκειμένου να βρούμε το κερασάκι, και τελικά, έχοντας μπουχτίσει απ’ τη σοκολάτα και τη ζάχαρη, η ανακάλυψή του δε μας ευχαριστούσε πια. Άλλοτε πάλι, το πετυχαίναμε στο πρώτο κιόλας κομμάτι, οπότε η αγωνία μας δε διαρκούσε πολύ. Τότε κι αν χάναμε όλο μας το ενδιαφέρον για την υπόλοιπη τούρτα!
Μια μέρα η μαμά κάθισε κι έφτιαξε μία τούρτα για τον καθένα μας. Επιτέλους, το κερασάκι θα ήταν δικό μου! Όπως κι όλη η τούρτα. Μπήκα στο δωμάτιό μου και άρχισα να την τρώω με λαιμαργία, χωρίς να καταλαβαίνω τη γεύση της, που ήταν και το τελευταίο πράγμα που με ενδιέφερε. Την έσκαβα στη μέση, έπειτα έπαιρνα από την άκρη, δεν είχε πια την αρχική της μορφή, τα σεντόνια μου είχαν λερωθεί από την κουβερτούρα, τα χέρια μου κόλλαγαν απ’ τα σιρόπια. Τα κομμάτια τέλειωναν και εγώ δεν είχα βρει ακόμα το κερασάκι μου. Δεν το έβαζα κάτω. «Θα είναι στο τελευταίο» σκέφτηκα, και συνέχισα μέχρι που η πιατέλα άδειασε και έπεσα σχεδόν αναίσθητη στο κρεβάτι.
Η μαμά μπήκε στο δωμάτιο και ανήσυχη με ρώτησε αν ήμουν καλά. Τα πάντα γύρω μου πρόδιδαν τη μάχη που είχε προηγηθεί, χωρίς όμως το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε νικητής, ήταν ολοφάνερο. «Μαμά, η τούρτα μου δεν έχει κερασάκι!» είπα κλαίγοντας. «Το ξέρω» μου απάντησε ήρεμα. «Δε θα έχει πάντα κερασάκι η τούρτα σου. Είχε όμως σιρόπι, είχε σαντιγί, είχε μπόλικη τρούφα, δεν το πρόσεξες;» Όχι, δεν είχα προσέξει τίποτα. Την είχα φάει τόσο γρήγορα που δεν πήρα χαμπάρι κανένα άλλο υλικό απ’ όσα μου ανέφερε. Εγώ έψαχνα το κερασάκι μου. Κι ήμουν τόσο σίγουρη ότι θα το έβρισκα. Όλες οι προηγούμενες τούρτες είχαν από ένα. Η αδερφή μου στο μέσα δωμάτιο πανηγύριζε ήδη για το δικό της. Μ’ έπιασε το παράπονο. «Εκείνης γιατί είχε;» τη ρώτησα. «Εκείνης δεν είχε, όμως, τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Και μάλιστα το βρήκε πολύ γρήγορα, αφήνοντας την υπόλοιπη τούρτα άθικτη». Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει τότε η μαμά. Συνέχισα να κλαίω, και τότε μου αποκάλυψε την αλήθεια που μόνο αργότερα μπόρεσα να αντιληφθώ πλήρως. «Δεν έχει κανένα νόημα να φας όλη την τούρτα ψάχνοντας για ένα μόνο κερασάκι. Στην πορεία θα ανακαλύψεις χιλιάδες άλλα υλικά, διαφορετικά, όχι όμως λιγότερο νόστιμα. Αλλά πρέπει να έχεις υπομονή, να απολαμβάνεις κάθε κομμάτι αργά, σαν να ‘ναι το τελευταίο σου. Κι έτσι, ακόμα κι αν στο τέλος δε βρεις το κερασάκι, δε θα απογοητευτείς, γιατί θα έχεις ήδη ευχαριστηθεί τόσα άλλα πράγματα που δεν είχες καν κατά νου».
Σταμάτησα να κλαίω. Η μαμά είχε δίκιο. Έπρεπε να σταματήσω να αναζητώ το κερασάκι. Την επόμενη φορά που μας έφτιαξε πάλι τούρτα, το κερασάκι έτυχε στο δικό μου κομμάτι. Όμως, αυτή τη φορά δεν υπήρχε σαντιγί. Ούτε καν λίγο σιροπάκι.  Κατάλαβα ότι έτσι θα είναι πάντα. Πότε κάποιο υλικό θα λείπει, πότε θα περισσεύει. Στο τέλος ίσως να βαρεθώ και τελείως τις τούρτες. Και τότε θα βρω ένα άλλο γλυκό να μου αρέσει. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ψάχνοντας για το «κερασάκι» θα έχω καταβροχθίσει τη ζωή.
                                                          

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ



Θα μπορούσα να ήμουν ένας δημόσιος υπάλληλος με ωράριο 8-4 καθημερινά, με τα Σαββατοκύριακά μου ελεύθερα και το μισθό μου κάθε μήνα βρέξει-χιονίσει. Θα μπορούσα να κάθομαι τα βράδια με το Φοίβο να βλέπουμε τηλεόραση ή να τρώμε όλοι μαζί σαν οικογένεια ή ακόμα να δεχόμαστε επισκέψεις από συγγενείς και φίλους. Θα μπορούσα να τα έκανα όλα αυτά, αν ήμουν κάποιος άλλος. Από τότε όμως που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι πιλότος. Και μόλις χθες έκλεισα 20 χρόνια υπηρεσίας και έγινα 38 χρονών. Ούτε που το θυμόμουν ότι είχα γενέθλια. Μου το θύμισε ο γιος μου το πρωί μπαίνοντας στο δωμάτιο, λίγο πριν φύγει για το σχολείο. Μόλις είχα ξαπλώσει αποκαμωμένος απ’ τη βραδινή πτήση. Με σκούντησε και μου έδωσε μια ζωγραφιά που είχε φτιάξει για μένα. Με δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Έπειτα κοίταξα τη ζωγραφιά του, που δεν απεικόνιζε τίποτα συγκεκριμένο. Κανένα πρόσωπο δε διακρινόταν, μονάχα σχήματα μπλεγμένα μεταξύ τους και χρώματα επιλεγμένα προσεκτικά, κυρίως γήινα. Στο κάτω μέρος με τα παιδικά του γράμματα έγραφε: «Χρόνια Πολλά, μπαμπά». Μόλις είχε μάθει να γράφει και χαμογελούσε περήφανος που είχε καταφέρει να χαράξει τρεις λέξεις. «Είμαι κουρασμένος» του είπα και έκλεισα τα μάτια μου.
Όταν ξύπνησα, ήταν πια απόγευμα. Το σπίτι ήταν ήσυχο, η Ζωή με το Φοίβο έλειπαν κι ήμουν μόνος. Η μέρα είχε φύγει αβίαστα μέσα στον ύπνο κι εγώ προσπαθούσα να προσδιορίσω τον εαυτό μου μέσα στο χώρο και στο χρόνο, πράγμα δύσκολο μετά από 12 ώρες δουλειάς. Η πτήση Αθήνα-Βερολίνο και πάλι Αθήνα ήταν εξαντλητική, παρ’ όλο που εκτελώ ακόμη χρέη συγκυβερνήτη. Δε συγχωρούνται λάθη σ’ αυτή τη δουλειά. Πρέπει να είσαι πάντα σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες που θα προκύψουν οποιαδήποτε στιγμή. Μπορεί το ταξίδι να ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις, να βάλεις τον αυτόματο πιλότο και όλα να πηγαίνουν ρολόι, και ξαφνικά την ώρα της προσγείωσης οι καιρικές συνθήκες στο αεροδρόμιο του προορισμού σου να φέρουν τα πάνω κάτω. Το καλό είναι ότι δεν έχουμε επαφή με τον κόσμο. Οι επιβάτες, ιδίως στα μεγάλα ταξίδια, απαιτούν να ικανοποιηθούν όλες τους οι επιθυμίες. Ό,τι απωθημένο έχουν από τη ζωή τους βγαίνει στην επιφάνεια στα 30.000 πόδια και ζητάει εκπλήρωση. Κάποιοι μπαίνουν στο αεροπλάνο με την ψυχολογία του μελλοθάνατου. Έχουν εκνευρισμό και αδυνατούν να μείνουν δεμένοι στη θέση τους, διψάνε για αλκοόλ όπως θα διψούσαν για κάθε μορφή ψευδαίσθησης, κάνουν θόρυβο για να ξεχάσουν το φόβο τους. Οι πιο προνοητικοί έχουν ήδη πάρει το ηρεμιστικό τους χαπάκι και κάθονται ήσυχοι. Αυτοί είναι και οι πιο συνειδητοποιημένοι με την ιδέα του θανάτου. Ή έστω έτσι τους κάνει το χαπάκι να δείχνουν. Οι αεροσυνοδοί απ’ την μεριά τους καταβάλλουν πολλές φορές υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τους έχουν σε καταστολή και να αποφεύγονται ακραίες συμπεριφορές. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά τους, να τους βάζουν στη θέση τους-μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Αποκομμένοι λοιπόν καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού απ’ όσα συμβαίνουν στην καμπίνα, περνάμε συχνά την ώρα μας συζητώντας θέματα κοινά και μύχια πολλές φορές, που υπό άλλες συνθήκες ίσως δεν θα αγγίζαμε ποτέ. Κάνουμε εξομολογήσεις που δεν τολμάμε να παραδεχτούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Η στιγμή της απογείωσης μας απελευθερώνει. Όταν τυχαίνει να πετάω με το Σταύρο, το ταξίδι αποκτά αμέσως θεραπευτικό χαρακτήρα. Είναι πάντα πρόθυμος να μ’ ακούσει και να με συμβουλέψει. Έχει κι αυτός οικογένεια και καταλαβαίνει. «Το να κάνουμε εμείς οικογένεια είναι περισσότερο εσωτερική ανάγκη παρά κοινωνική σύμβαση» μου λέει και συνεχίζει με πατρικό ύφος: «Για ν’ αντέξεις αυτή τη δουλειά πρέπει να ξέρεις ότι κάποιος υπάρχει που σε περιμένει στο σπίτι, ένας φυσιολογικός άνθρωπος, που δεν “πετάει στα σύννεφα”». Ανησυχεί όταν με βλέπει αφηρημένο και προσπαθεί να με ηρεμήσει. Είναι ο μόνος που κατάλαβε ότι μετά τη γέννηση του Φοίβου έχω αλλάξει κι έχω γίνει πιο κλειστός. Το παιδί με έκανε να συνειδητοποιήσω τα όρια του εαυτού μου και να αναθεωρήσω τη ζωή μου ολόκληρη. «Κι εκεί που δεν πολυασχολείσαι με το χρόνο και το πέρασμά του, εκεί που το σώμα σου αποτελεί τη μοναδική απόδειξη της ύπαρξής σου, ξαφνικά έρχεται ένα παιδί να σου επιβάλλει μια μορφή αθανασίας, και γι’ αυτό το παιδί θα πρέπει να είσαι πάντα παρών» του είπα κάποια στιγμή και με κοίταξε περίεργα. Με μάλωνε με το βλέμμα ο Σταύρος. Μαζευόμουν τότε και κατέβαλλα προσπάθειες για να συνηθίσω την καινούργια κατάσταση. Κάποτε τη συνήθισα. Και ο Φοίβος έγινε η αιτία που επέστρεφα πάντα. Μ’ άρεσε να τον βλέπω να λαχταράει για μία απάντηση στα αλλόκοτα ερωτήματα που μου έθετε κατά καιρούς. Και ξαφνικά αυτή η αίσθηση ότι θα γυρίσω πίσω και θα έχουν όλα αλλάξει, θα έχουν όλοι φύγει από το σπίτι ή θα έχουν απότομα γεράσει με τρέλαινε. Το αεροπλάνο μοιάζει με μηχανή του χρόνου. Σε παγώνει για λίγο, ξεχνάς ποιος είσαι, αφήνεις το μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού σου πίσω και ελπίζεις να το ξαναβρείς ακέραιο όταν επιστρέψεις. Αν επιστρέψεις.
Η ζωγραφιά του Φοίβου δε μου θύμισε μόνο ότι έχω γενέθλια, αλλά με επανέφερε κιόλας στη ρουτίνα μιας κατά τ’ άλλα φυσιολογικής οικογένειας. Μία ρουτίνα που με κρατάει τελικά συγκροτημένο και ασφαλή. Επινοήσαμε την καθημερινή επανάληψη για να μπορέσουμε να σωθούμε, σκέφτηκα. Τα πάντα άλλωστε είναι μία επινόηση, ό,τι ζήσαμε κι ό,τι πρόκειται να ζήσουμε στο μέλλον. Ο χρόνος ο ίδιος είναι μια επινόηση για να καταφέρουμε ν’ αντέξουμε τη στιγμή. Αυτή τη μοναδική στιγμή που καταναλώνουμε άσκοπα, που σπατάλησα κι εγώ ανεξέλεγκτα χθες στο κρεβάτι μου, περιμένοντας μάλλον κάτι να συμβεί, για να το πάρω απόφαση να σηκωθώ. Σηκώθηκα με κόπο υπακούοντας στις βασικές μου ανάγκες και ύστερα από λίγο το σπίτι απέκτησε τη συνηθισμένη του κινητικότητα. Δε μ’ εγκατέλειψαν ακόμα, σκέφτηκα, και σχεδόν ξαφνιάστηκα απ’ αυτή τη διαπίστωση. Η Ζωή μπήκε μέσα κρατώντας μια τούρτα, ο Φοίβος κρατούσε τα κεράκια. «Έλα, μπαμπά, να σβήσεις τα κεράκια σου!» μου φώναξε, καθώς τα κάρφωνε στη σοκολάτα, κλέβοντας με το δάχτυλό του λίγο απ’ την άκρη. Ήμουν κάπως κακοδιάθετος, παρά τις προσπάθειες και των δυο τους να με ευχαριστήσουν. Την επομένη ήμουν πάλι πρωινός και το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να πέσω ξανά για ύπνο. Χιλιάδες ερωτήματα κατέκλυζαν το μυαλό μου: Αν δεν είχα κάνει οικογένεια, πώς θα περνούσε αυτό το βράδυ; Θα θυμόμουν τα γενέθλιά μου ή θα περίμενα πάνω απ’ το τηλέφωνο για να με πάρει κάποιος φίλος; Οι φίλοι μου, αλήθεια, πού είχαν χαθεί; Μήπως χάθηκα εγώ απ’ αυτούς; Οι ενοχές για τις αθέλητες απουσίες σου εμφανίζονται τις πιο ακατάλληλες ώρες, όταν δηλαδή δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να τις μετατρέψεις πια σε παρουσίες. Αρχίζεις λοιπόν να κάνεις υπολογισμούς, να αναλογίζεσαι το χρόνο που πέρασε, να μετράς το χρόνο που απομένει. Κι όμως, ήμουν απών απ’ τη γιορτή μου. «Μπαμπά, σήμερα έγινες κι άλλο μεγάλος. Θα μεγαλώσω κι εγώ και θα σε φτάσω» μου ψιθύρισε ο Φοίβος τρώγοντας το κομμάτι του. Πήρα λίγο απ’ το πιάτο του και σχεδόν τυπικά ευχαρίστησα τη Ζωή για όλα. Μου πρότεινε να πάω να ξεκουραστώ, αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι τους είχα ήδη χαλάσει τη μέρα κι έπρεπε κάπως να επανορθώσω. Πώς όμως; Τι κάνει μία οικογένεια τα βράδια για να περάσει η ώρα; αναρωτήθηκα. Πραγματικά δεν ήξερα, καθώς ήταν λίγα τα βράδια που τα περνάγαμε όλοι μαζί. Συνήθως κάποιος κοιμόταν πρώτος, είτε εγώ είτε ο Φοίβος. Η Ζωή ήταν αυτή που έμενε στο πόδι μέχρι αργά, όπως και χθες. Από το δωμάτιο την άκουγα να πλένει τα πιάτα και να ανοιγοκλείνει τα ντουλάπια. Μας έβαλε και τους δύο για ύπνο, προτού αρχίσει τις δουλειές. Κι ήταν καλά. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Αποκοιμήθηκα αμέσως, αφού πρώτα έβαλα ξυπνητήρι στις 5.30.
Στο δρόμο για την εταιρεία βρήκα ευκαιρία για έναν ακόμα απολογισμό, σαν να έπρεπε μέσα σ’ αυτό το μισάωρο να πάρω μία σημαντική απόφαση που θα καθόριζε την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν ήξερα αν το ότι είχα μεγαλώσει άλλο ένα χρόνο μέσα σε μία μόνο μέρα έπαιξε κάποιο ρόλο κι είχα γίνει ξαφνικά τόσο μίζερος με όλους και με όλα. Σε λίγο θα βρισκόμουν ξανά στη θέση μου, εκεί όπου τάχθηκα να είμαι και θα είχα ξεχάσει τα πάντα. Όταν μπαίνεις στο πιλοτήριο, ο έξω κόσμος εξαφανίζεται ως δια μαγείας. Έχεις μπροστά σου τα όργανα του αεροσκάφους και υπ’ ευθύνη σου δεκάδες επιβάτες που οφείλεις να τους οδηγήσεις στον προορισμό τους ασφαλείς. Η πειθαρχία είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδείξεις. Ο Σταύρος κάθισε στη θέση του κυβερνήτη, εγώ δίπλα του. Με ρώτησε αν είχα κάτι. Του είπα ότι ήμουν καλά Δεν ήταν ώρα να ανοίξω συζήτηση για τα οικογενειακά μου προβλήματα. Προείχε το ταξίδι. «Ξέρεις, μερικές φορές αυτό που φοβόμαστε περισσότερο είναι κι αυτό που έχουμε περισσότερο ανάγκη» μου είπε μονάχα, σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις μου. Τελικά πότε μία ανάγκη γίνεται επιθυμία; Και μία επιθυμία μπορεί κάποτε να μεταμφιεστεί σε ανάγκη; Στο τέλος της πτήσης θα του έλεγα: «Σκέφτομαι να φύγω απ’ το σπίτι. Τον τελευταίο καιρό έχω απομακρυνθεί απ’ τη Ζωή, αποφεύγω να μένω μόνος μαζί της και το μόνο που με κρατάει εκεί είναι το παιδί. Αν δεν το κάνω τώρα, θα είμαι δυστυχισμένος και θα κάνω και τους άλλους δυστυχείς». Ναι, αυτό ακουγόταν αρκετά καλό και σε μένα τον ίδιο, για να μετριάσω κάπως τις τύψεις μου.
Ξεκινήσαμε τον έλεγχο των οργάνων, βάλαμε τις μηχανές μπρος, ήμασταν έτοιμοι για τροχοδρόμηση. Ένιωσα έναν έντονο πόνο στο στήθος και διπλώθηκα στα δύο. Άρχισα να ιδρώνω αδικαιολόγητα. O Σταύρος με κοίταξε πανικόβλητος ενώ το αεροπλάνο βρισκόταν ήδη σε θέση απογείωσης. Τον άκουσα να μου ψελλίζει κάτι, αλλά οι λέξεις του έφταναν στ’ αυτιά μου αλλοιωμένες, σχεδόν άηχες. Ο χρόνος μετρούσε πια αντίστροφα. Τα πάντα γύρω μου είχαν θολώσει και δυσκολευόμουν να πάρω ανάσα. Το αεροπλάνο σταμάτησε απότομα, ένιωσα το τράνταγμα των φρένων και άκουσα τις σειρήνες του ασθενοφόρου, που είχε έρθει να με παραλάβει. Είχα πράγματι απομακρυνθεί απ’ τη ζωή και βρισκόμουν πια στα σύννεφα. Κυριολεκτικά.