Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ



Θα μπορούσα να ήμουν ένας δημόσιος υπάλληλος με ωράριο 8-4 καθημερινά, με τα Σαββατοκύριακά μου ελεύθερα και το μισθό μου κάθε μήνα βρέξει-χιονίσει. Θα μπορούσα να κάθομαι τα βράδια με το Φοίβο να βλέπουμε τηλεόραση ή να τρώμε όλοι μαζί σαν οικογένεια ή ακόμα να δεχόμαστε επισκέψεις από συγγενείς και φίλους. Θα μπορούσα να τα έκανα όλα αυτά, αν ήμουν κάποιος άλλος. Από τότε όμως που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι πιλότος. Και μόλις χθες έκλεισα 20 χρόνια υπηρεσίας και έγινα 38 χρονών. Ούτε που το θυμόμουν ότι είχα γενέθλια. Μου το θύμισε ο γιος μου το πρωί μπαίνοντας στο δωμάτιο, λίγο πριν φύγει για το σχολείο. Μόλις είχα ξαπλώσει αποκαμωμένος απ’ τη βραδινή πτήση. Με σκούντησε και μου έδωσε μια ζωγραφιά που είχε φτιάξει για μένα. Με δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Έπειτα κοίταξα τη ζωγραφιά του, που δεν απεικόνιζε τίποτα συγκεκριμένο. Κανένα πρόσωπο δε διακρινόταν, μονάχα σχήματα μπλεγμένα μεταξύ τους και χρώματα επιλεγμένα προσεκτικά, κυρίως γήινα. Στο κάτω μέρος με τα παιδικά του γράμματα έγραφε: «Χρόνια Πολλά, μπαμπά». Μόλις είχε μάθει να γράφει και χαμογελούσε περήφανος που είχε καταφέρει να χαράξει τρεις λέξεις. «Είμαι κουρασμένος» του είπα και έκλεισα τα μάτια μου.
Όταν ξύπνησα, ήταν πια απόγευμα. Το σπίτι ήταν ήσυχο, η Ζωή με το Φοίβο έλειπαν κι ήμουν μόνος. Η μέρα είχε φύγει αβίαστα μέσα στον ύπνο κι εγώ προσπαθούσα να προσδιορίσω τον εαυτό μου μέσα στο χώρο και στο χρόνο, πράγμα δύσκολο μετά από 12 ώρες δουλειάς. Η πτήση Αθήνα-Βερολίνο και πάλι Αθήνα ήταν εξαντλητική, παρ’ όλο που εκτελώ ακόμη χρέη συγκυβερνήτη. Δε συγχωρούνται λάθη σ’ αυτή τη δουλειά. Πρέπει να είσαι πάντα σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες που θα προκύψουν οποιαδήποτε στιγμή. Μπορεί το ταξίδι να ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις, να βάλεις τον αυτόματο πιλότο και όλα να πηγαίνουν ρολόι, και ξαφνικά την ώρα της προσγείωσης οι καιρικές συνθήκες στο αεροδρόμιο του προορισμού σου να φέρουν τα πάνω κάτω. Το καλό είναι ότι δεν έχουμε επαφή με τον κόσμο. Οι επιβάτες, ιδίως στα μεγάλα ταξίδια, απαιτούν να ικανοποιηθούν όλες τους οι επιθυμίες. Ό,τι απωθημένο έχουν από τη ζωή τους βγαίνει στην επιφάνεια στα 30.000 πόδια και ζητάει εκπλήρωση. Κάποιοι μπαίνουν στο αεροπλάνο με την ψυχολογία του μελλοθάνατου. Έχουν εκνευρισμό και αδυνατούν να μείνουν δεμένοι στη θέση τους, διψάνε για αλκοόλ όπως θα διψούσαν για κάθε μορφή ψευδαίσθησης, κάνουν θόρυβο για να ξεχάσουν το φόβο τους. Οι πιο προνοητικοί έχουν ήδη πάρει το ηρεμιστικό τους χαπάκι και κάθονται ήσυχοι. Αυτοί είναι και οι πιο συνειδητοποιημένοι με την ιδέα του θανάτου. Ή έστω έτσι τους κάνει το χαπάκι να δείχνουν. Οι αεροσυνοδοί απ’ την μεριά τους καταβάλλουν πολλές φορές υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τους έχουν σε καταστολή και να αποφεύγονται ακραίες συμπεριφορές. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά τους, να τους βάζουν στη θέση τους-μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Αποκομμένοι λοιπόν καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού απ’ όσα συμβαίνουν στην καμπίνα, περνάμε συχνά την ώρα μας συζητώντας θέματα κοινά και μύχια πολλές φορές, που υπό άλλες συνθήκες ίσως δεν θα αγγίζαμε ποτέ. Κάνουμε εξομολογήσεις που δεν τολμάμε να παραδεχτούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Η στιγμή της απογείωσης μας απελευθερώνει. Όταν τυχαίνει να πετάω με το Σταύρο, το ταξίδι αποκτά αμέσως θεραπευτικό χαρακτήρα. Είναι πάντα πρόθυμος να μ’ ακούσει και να με συμβουλέψει. Έχει κι αυτός οικογένεια και καταλαβαίνει. «Το να κάνουμε εμείς οικογένεια είναι περισσότερο εσωτερική ανάγκη παρά κοινωνική σύμβαση» μου λέει και συνεχίζει με πατρικό ύφος: «Για ν’ αντέξεις αυτή τη δουλειά πρέπει να ξέρεις ότι κάποιος υπάρχει που σε περιμένει στο σπίτι, ένας φυσιολογικός άνθρωπος, που δεν “πετάει στα σύννεφα”». Ανησυχεί όταν με βλέπει αφηρημένο και προσπαθεί να με ηρεμήσει. Είναι ο μόνος που κατάλαβε ότι μετά τη γέννηση του Φοίβου έχω αλλάξει κι έχω γίνει πιο κλειστός. Το παιδί με έκανε να συνειδητοποιήσω τα όρια του εαυτού μου και να αναθεωρήσω τη ζωή μου ολόκληρη. «Κι εκεί που δεν πολυασχολείσαι με το χρόνο και το πέρασμά του, εκεί που το σώμα σου αποτελεί τη μοναδική απόδειξη της ύπαρξής σου, ξαφνικά έρχεται ένα παιδί να σου επιβάλλει μια μορφή αθανασίας, και γι’ αυτό το παιδί θα πρέπει να είσαι πάντα παρών» του είπα κάποια στιγμή και με κοίταξε περίεργα. Με μάλωνε με το βλέμμα ο Σταύρος. Μαζευόμουν τότε και κατέβαλλα προσπάθειες για να συνηθίσω την καινούργια κατάσταση. Κάποτε τη συνήθισα. Και ο Φοίβος έγινε η αιτία που επέστρεφα πάντα. Μ’ άρεσε να τον βλέπω να λαχταράει για μία απάντηση στα αλλόκοτα ερωτήματα που μου έθετε κατά καιρούς. Και ξαφνικά αυτή η αίσθηση ότι θα γυρίσω πίσω και θα έχουν όλα αλλάξει, θα έχουν όλοι φύγει από το σπίτι ή θα έχουν απότομα γεράσει με τρέλαινε. Το αεροπλάνο μοιάζει με μηχανή του χρόνου. Σε παγώνει για λίγο, ξεχνάς ποιος είσαι, αφήνεις το μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού σου πίσω και ελπίζεις να το ξαναβρείς ακέραιο όταν επιστρέψεις. Αν επιστρέψεις.
Η ζωγραφιά του Φοίβου δε μου θύμισε μόνο ότι έχω γενέθλια, αλλά με επανέφερε κιόλας στη ρουτίνα μιας κατά τ’ άλλα φυσιολογικής οικογένειας. Μία ρουτίνα που με κρατάει τελικά συγκροτημένο και ασφαλή. Επινοήσαμε την καθημερινή επανάληψη για να μπορέσουμε να σωθούμε, σκέφτηκα. Τα πάντα άλλωστε είναι μία επινόηση, ό,τι ζήσαμε κι ό,τι πρόκειται να ζήσουμε στο μέλλον. Ο χρόνος ο ίδιος είναι μια επινόηση για να καταφέρουμε ν’ αντέξουμε τη στιγμή. Αυτή τη μοναδική στιγμή που καταναλώνουμε άσκοπα, που σπατάλησα κι εγώ ανεξέλεγκτα χθες στο κρεβάτι μου, περιμένοντας μάλλον κάτι να συμβεί, για να το πάρω απόφαση να σηκωθώ. Σηκώθηκα με κόπο υπακούοντας στις βασικές μου ανάγκες και ύστερα από λίγο το σπίτι απέκτησε τη συνηθισμένη του κινητικότητα. Δε μ’ εγκατέλειψαν ακόμα, σκέφτηκα, και σχεδόν ξαφνιάστηκα απ’ αυτή τη διαπίστωση. Η Ζωή μπήκε μέσα κρατώντας μια τούρτα, ο Φοίβος κρατούσε τα κεράκια. «Έλα, μπαμπά, να σβήσεις τα κεράκια σου!» μου φώναξε, καθώς τα κάρφωνε στη σοκολάτα, κλέβοντας με το δάχτυλό του λίγο απ’ την άκρη. Ήμουν κάπως κακοδιάθετος, παρά τις προσπάθειες και των δυο τους να με ευχαριστήσουν. Την επομένη ήμουν πάλι πρωινός και το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να πέσω ξανά για ύπνο. Χιλιάδες ερωτήματα κατέκλυζαν το μυαλό μου: Αν δεν είχα κάνει οικογένεια, πώς θα περνούσε αυτό το βράδυ; Θα θυμόμουν τα γενέθλιά μου ή θα περίμενα πάνω απ’ το τηλέφωνο για να με πάρει κάποιος φίλος; Οι φίλοι μου, αλήθεια, πού είχαν χαθεί; Μήπως χάθηκα εγώ απ’ αυτούς; Οι ενοχές για τις αθέλητες απουσίες σου εμφανίζονται τις πιο ακατάλληλες ώρες, όταν δηλαδή δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να τις μετατρέψεις πια σε παρουσίες. Αρχίζεις λοιπόν να κάνεις υπολογισμούς, να αναλογίζεσαι το χρόνο που πέρασε, να μετράς το χρόνο που απομένει. Κι όμως, ήμουν απών απ’ τη γιορτή μου. «Μπαμπά, σήμερα έγινες κι άλλο μεγάλος. Θα μεγαλώσω κι εγώ και θα σε φτάσω» μου ψιθύρισε ο Φοίβος τρώγοντας το κομμάτι του. Πήρα λίγο απ’ το πιάτο του και σχεδόν τυπικά ευχαρίστησα τη Ζωή για όλα. Μου πρότεινε να πάω να ξεκουραστώ, αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι τους είχα ήδη χαλάσει τη μέρα κι έπρεπε κάπως να επανορθώσω. Πώς όμως; Τι κάνει μία οικογένεια τα βράδια για να περάσει η ώρα; αναρωτήθηκα. Πραγματικά δεν ήξερα, καθώς ήταν λίγα τα βράδια που τα περνάγαμε όλοι μαζί. Συνήθως κάποιος κοιμόταν πρώτος, είτε εγώ είτε ο Φοίβος. Η Ζωή ήταν αυτή που έμενε στο πόδι μέχρι αργά, όπως και χθες. Από το δωμάτιο την άκουγα να πλένει τα πιάτα και να ανοιγοκλείνει τα ντουλάπια. Μας έβαλε και τους δύο για ύπνο, προτού αρχίσει τις δουλειές. Κι ήταν καλά. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Αποκοιμήθηκα αμέσως, αφού πρώτα έβαλα ξυπνητήρι στις 5.30.
Στο δρόμο για την εταιρεία βρήκα ευκαιρία για έναν ακόμα απολογισμό, σαν να έπρεπε μέσα σ’ αυτό το μισάωρο να πάρω μία σημαντική απόφαση που θα καθόριζε την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν ήξερα αν το ότι είχα μεγαλώσει άλλο ένα χρόνο μέσα σε μία μόνο μέρα έπαιξε κάποιο ρόλο κι είχα γίνει ξαφνικά τόσο μίζερος με όλους και με όλα. Σε λίγο θα βρισκόμουν ξανά στη θέση μου, εκεί όπου τάχθηκα να είμαι και θα είχα ξεχάσει τα πάντα. Όταν μπαίνεις στο πιλοτήριο, ο έξω κόσμος εξαφανίζεται ως δια μαγείας. Έχεις μπροστά σου τα όργανα του αεροσκάφους και υπ’ ευθύνη σου δεκάδες επιβάτες που οφείλεις να τους οδηγήσεις στον προορισμό τους ασφαλείς. Η πειθαρχία είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδείξεις. Ο Σταύρος κάθισε στη θέση του κυβερνήτη, εγώ δίπλα του. Με ρώτησε αν είχα κάτι. Του είπα ότι ήμουν καλά Δεν ήταν ώρα να ανοίξω συζήτηση για τα οικογενειακά μου προβλήματα. Προείχε το ταξίδι. «Ξέρεις, μερικές φορές αυτό που φοβόμαστε περισσότερο είναι κι αυτό που έχουμε περισσότερο ανάγκη» μου είπε μονάχα, σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις μου. Τελικά πότε μία ανάγκη γίνεται επιθυμία; Και μία επιθυμία μπορεί κάποτε να μεταμφιεστεί σε ανάγκη; Στο τέλος της πτήσης θα του έλεγα: «Σκέφτομαι να φύγω απ’ το σπίτι. Τον τελευταίο καιρό έχω απομακρυνθεί απ’ τη Ζωή, αποφεύγω να μένω μόνος μαζί της και το μόνο που με κρατάει εκεί είναι το παιδί. Αν δεν το κάνω τώρα, θα είμαι δυστυχισμένος και θα κάνω και τους άλλους δυστυχείς». Ναι, αυτό ακουγόταν αρκετά καλό και σε μένα τον ίδιο, για να μετριάσω κάπως τις τύψεις μου.
Ξεκινήσαμε τον έλεγχο των οργάνων, βάλαμε τις μηχανές μπρος, ήμασταν έτοιμοι για τροχοδρόμηση. Ένιωσα έναν έντονο πόνο στο στήθος και διπλώθηκα στα δύο. Άρχισα να ιδρώνω αδικαιολόγητα. O Σταύρος με κοίταξε πανικόβλητος ενώ το αεροπλάνο βρισκόταν ήδη σε θέση απογείωσης. Τον άκουσα να μου ψελλίζει κάτι, αλλά οι λέξεις του έφταναν στ’ αυτιά μου αλλοιωμένες, σχεδόν άηχες. Ο χρόνος μετρούσε πια αντίστροφα. Τα πάντα γύρω μου είχαν θολώσει και δυσκολευόμουν να πάρω ανάσα. Το αεροπλάνο σταμάτησε απότομα, ένιωσα το τράνταγμα των φρένων και άκουσα τις σειρήνες του ασθενοφόρου, που είχε έρθει να με παραλάβει. Είχα πράγματι απομακρυνθεί απ’ τη ζωή και βρισκόμουν πια στα σύννεφα. Κυριολεκτικά.

1 σχόλιο:

  1. Μάλλον ο φόβος του θανάτου ήταν το άγχος που έφερνε την ανάγκη να αποδεσμεύσεις την οικογένεια.. η προαίσθησή του..

    ΑπάντησηΔιαγραφή